- βουφάγος
- βου-φάγος [ᾰ], ον,A ox-eating, Simon.179.4, AP7.426 (Antip. Sid.); of Hercules, Luc. Am.4, Porph.Abst.1.22, cf. AP9.59 (Antip.): expld. by πολυφάγος, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Βουφάγος — ox eating masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουφάγος — ox eating masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουφάγος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας των Αρκάδων του οποίου το όνομα πήρε ο παραπόταμος του Αλφειού. Ο μύθος αναφέρει ότι ήταν γιος του Ιαπετού και της Θόρνακας και ότι δολοφονήθηκε από την Άρτεμη γιατί φανέρωσε τον ερωτικό του πόθο γι’ αυτήν. Κατά την… … Dictionary of Greek
Βουφάγοις — Βούφαγος masc dat pl Βουφάγος ox eating masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουφάγον — βουφάγος ox eating masc/fem acc sg βουφάγος ox eating neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βουφάγου — Βούφαγος masc gen sg Βουφάγος ox eating masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βουφάγε — Βουφάγος ox eating masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουφάγε — βουφάγος ox eating masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουφάγοις — βουφάγος ox eating masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βουφάγον — Βουφάγος ox eating masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουφάγου — βουφάγος ox eating masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)